- χείριστος
- -η, -ο / χείριστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑπάρα πολύ κακός, πολύ κακής ποιότητας (α. «διαγωγή χείριστη» β. «ὁ χείριστος τῶν ἀνθρώπων», Ξεν.)αρχ.(το ουδ. αιτ. πληθ. ως επίρρ.) χείρισταμε χείριστο τρόπο.επίρρ...χείριστα / χειρίστως, ΝΜΑπάρα πολύ κακά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων].
Dictionary of Greek. 2013.